«Τὸν πύργο χτίζουμε ὅλοι ἀντάμα καὶ στὸ Χριστὸ κάνουμε τάμα…»
(Γ. Βερίτη)
ΕΙΝΑΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΟΣ ὁ Ψαλμωδὸς ὅταν ἀναφωνεῖ: «Ὡς ἀγαπητὰ τὰ σκηνώματά σου Κύριε τῶν δυνάμεων, ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει ἡ ψυχή μου εἰς τὰς αὐλὰς τοῦ Κυρίου» (Ψαλ. 83, 2-3). Ὁ ἴδιος αὐτὸς πόθος καὶ ἡ ἱερὴ ἐπιθυμία τῶν κατοίκων τῆς Ἀμφιθέας νὰ ἀποκτήσουν τὸν δικό τους ναό, ἦταν ποὺ τοὺς ὁδήγησε τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1953 νὰ συγκροτήσουν ἕνα Σωματεῖο μὲ τὴν ἐπωνυμία «Σύνδεσμος Ἀνεγέρσεως Ἱεροῦ Ναοῦ “ Ἡ Ἁγία Κυριακὴ Ἀμφιθέας”» (Καταστατικὸ Συνδέσμου 22-2-1953). Εἶχε γίνει πλέον συνείδηση ὅτι οἱ λειτουργικὲς ἀνάγκες τῶν πιστῶν δὲν μποροῦσαν νὰ καλυφθοῦν ἀπὸ τοὺς ὅμορους ναοὺς τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων καὶ τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου ποὺ βρίσκονταν σὲ μεγάλη ἀπόσταση.
Ἡ ἵδρυση αὐτοῦ τοῦ Σωματείου εἶχε ὡς μοναδικὸ σκοπὸ τὴν ἐνεργοποίηση ὅλων τῶν κατοίκων τῆς Ἀμφιθέας, ἀλλὰ καὶ κάθε εὐσεβοῦς Χριστιανοῦ, γιὰ τὴν ἀνοικοδόμηση ἑνὸς Ἱεροῦ Ναοῦ στὸ συνοικισμὸ τῆς Ἀμφιθέας ἀφιερωμένου στὴ Μεγαλομάρτυρα Ἁγία Κυριακή. Ἐπίσης, ἀνέλαβε τὸ συντονισμὸ ὅλων τῶν ἀπαραίτητων ἐνεργειῶν καὶ τὴ διαχείριση κάθε ζητήματος ποὺ ἀφοροῦσε στὶς ἐργασίες ἀνοικοδόμησης καὶ στὴν ἀποπεράτωση αὐτοῦ τοῦ μεγάλου ἔργου (Καταστατικό Συνδέσμου).
Ἀρκετοὶ ἦταν ἐκείνοι ποὺ ἀντιμετώπισαν τὴν προσπάθεια συγκαταβατικά. Κι αὐτό, γιατὶ θεωροῦσαν τὸ ἔργο ἀνέφικτο γιὰ τὰ πληθυσμιακὰ καὶ οἰκονομικὰ δεδομένα τοῦ συνοικισμοῦ τῆς Ἀμφιθέας καθὼς τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἦταν ἀραιοκατοικημένη ἀπὸ ἐργατικές, μὴ εὔπορες οἰκονομικὰ οἰκογένειες.
Ὅμως, τὰ δραστήρια μέλη τοῦ Συνδέσμου ὄχι μόνο δὲν ἀπογοητεύτηκαν, ἀλλὰ ἐπέμειναν στὸ στόχο τους. Ἔτσι, μόλις δύο χρόνια ἀργότερα καὶ μὲ πολλὲς προσπάθειες πέτυχαν τὴν ἀλλαγὴ τοῦ ρυμοτομικοῦ σχεδίου στὸ Συνοικισμό μὲ Βασιλικὸ Διάταγμα (14/2/1955), «διὰ τοῦ καθορισμοῦ νέας θέσεως πρὸς ἀνέγερσιν ἱεροῦ ναοῦ…».
Λίγους μῆνες μετὰ ξεκίνησαν οἱ ἐργασίες κατασκευῆς τοῦ πρώτου ἰδιωτικοῦ ξύλινου Ναοῦ στὸ οἰκόπεδο ποὺ δώρισε ἐν ζωῇ στὶς 29 Ἰουλίου 1955 ἡ Οὐρανία χήρα Πέτρου Χατζημιχάλη ἢ Σκαβάντζου, τὸ γένος Παπαντωνίου, στὸ Σωματεῖο (29/7/1955 Φ. Α5), μὲ δαπάνη τοῦ κ. Πέτρου Πετρίκα γιὰ τὴν ἀγορὰ τῆς ξυλείας. Κι ὁ πόθος ἄρχισε νὰ γίνεται πραγματικότητα, γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώνονται τὰ λόγια τοῦ ποιητῆ: «Χιλιάδες γύρω μᾶς χαζεύουν, ἄλλοι γελοῦν κι ἄλλοι παινεύουν, εἴμαστε φρόνιμοι ἢ τρελοί;» (Γ. Βερίτη).
Αὐτὴ ἡ παράγκα-Ἐκκλησία στέγασε τὶς προσευχὲς καὶ ἔγινε τὸ κέντρο τῆς λατρευτικῆς ζωῆς τῶν κατοίκων, ποὺ ἄρχισαν νὰ ἀποκτοῦν ἐκκλησιαστικὴ ἐνοριακὴ συνείδηση. Στὴ συνέχεια ἔγιναν οἱ σχετικὲς ἐνέργειες καὶ ἱδρύθηκε ἡ ἐνορία τῆς Ἁγίας Κυριακῆς μὲ Βασιλικὸ Διάταγμα στὶς 27/2/1957 τὸ ὁποῖο δημοσιεύθηκε στὸ Φύλλο τῆς Κυβερνήσεως ὅπως προβλέπεται ἀπὸ τὸ νόμο (ΦΕΚ 54 τ. Α΄/5-4-1957). (27/2/1957 Φ. Α1). Τὰ ὅρια τῆς νέας Ἐνορίας καθορίστηκαν καὶ ὁριστικοποιήθηκαν μὲ ἀπόφαση τοῦ Μητροπολιτικοῦ Συμβουλίου τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν μὲ τὸ σχετικὸ ἔγγραφο στὶς 17/6/1957.(Φ. Α1).
Ἀρχίζει νὰ ἀποκτᾶ ὁντότητα ἡ ἐνοριακὴ ζωή, καθὼς ξεκίνησαν νὰ τελοῦνται Μυστήρια σ’ αὐτὸν τὸ ναὸ καὶ νὰ τηροῦνται τὰ σχετικὰ βιβλία. Ἡ πρώτη βάπτιση τελέστηκε τὴν Κυριακὴ 30 Ἰουνίου 1957 καὶ ὁ πρῶτος γάμος τὴν Κυριακὴ 7 Ἰουλίου 1957. Συστηματικὰ γίνεται καὶ ἡ πανήγυρις κάθε καλοκαίρι, οἱ ἀκολουθίες τῶν μεγάλων ἐορτῶν καὶ τοῦ Πάσχα. Μὰ πάνω ἀπ’ ὅλα ἡ σταθερὴ προσφορὰ τῆς ἀναίμακτης θυσίας, τῆς Θείας Λειτουργίας, ποὺ εἶναι τὸ ὁρατὸ σημεῖο τῆς ἑνότητας Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ἡ πραγμάτωση τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Στὶς 18 Σεπτεμβρίου 1957 συγκροτήθηκε σὲ Σῶμα καὶ τὸ πρῶτο Ἐκκλησιαστικὸ Συμβούλιο (Ἐ.Σ.) τοῦ Ναοῦ. Ὅπως διαβάζουμε στὸ πρακτικὸ ἀποφάσεων τοῦ Συμβουλίου, ἀπὸ τὶς πρῶτες φροντίδες του ἦταν ἡ ἐπάνδρωση τοῦ ναοῦ μὲ τὸ κατάλληλο προσωπικὸ καὶ ὁ ἐξοπλισμός του μὲ τὰ ἀναγκαία μέσα γιὰ τὴν ἀξιοπρεπῆ λειτουργία του.
Ταυτόχρονα, γίνονται ὅλες ἐκεῖνες οἱ ἐνέργειες, σὲ συνεργασία καὶ μὲ τὸν Σύνδεσμο Ἀνεγέρσεως, γιὰ τὴν ἀνέγερση τοῦ ὁριστικοῦ ναοῦ.
Ἡ απόφαση γιὰ τὴν ἀνέγερση ἐλήφθη ἀπὸ τὸ Ε.Σ. στὶς ἀρχὲς τοῦ 1960 (πρ. 13/29-1-1960). Μετὰ ἀπὸ ἀλλεπάλληλες συνεδριάσεις καὶ ἀλλαγές, τὸν Νοέμβριο τοῦ ἴδιου ἔτους (πρ. 17/28-11-1960) ἐγκρίνονται τὰ σχέδια τοῦ ναοῦ τῆς ἀρχιτέκτονος Ἀναστασίας Δ. Διαμαντοπούλου, γιὰ νὰ ὑποβληθοῦν στὴν ἀρμόδια ὑπηρεσία τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς.
Εἰδικὴ Τεχνικὴ Ὑπηρεσία τοῦ Ὑπουργείου Ἐθνικῆς Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων ἐνέκρινε τὴ μελέτη καὶ ἐξέδωσε στὶς 24 Δεκεμβρίου 1963 τὴν ἄδεια ἀνεγέρσεως τοῦ ναοῦ (115718/696/24-12-1963 Φ. Α2.1) μὲ ἐπιβλέποντες τὴν Ἀρχιτέκτονα τοῦ ἔργου κ. Ἀναστασία Δ. Διαμαντοπούλου, καὶ τὸν κ. Νικόλαο Α. Παπαντωνίου, Πολιτικὸ Μηχανικό. Ἀμέσως προκηρύσσεται Μειοδοτικὸς Διαγωνισμὸς γιὰ τὴ 19η Ἰανουαρίου 1964 μὲ ἀντικείμενο τὴν ἀνάθεση τοῦ Α΄ σταδίου τῶν οἰκοδομικῶν ἐργασιῶν (πρ. 32/2-1-1964). Τὸ ἔργο ἀνέλαβε ὁ μειοδότης ἐργολήπτης Δημοσίων Ἔργων κ. Μιχαὴλ Σταφυλᾶς. Ἡ ἐκσκαφὴ καὶ οἱ διάφορες προκαταρκτικὲς ἐργασίες στὸ χῶρο ξεκίνησαν στὶς 21 Μαρτίου 1964.