Ένας βασιλιάς κάλεσε όλους τους λόγιους για να του δείξουν τον Θεό…
– Σας κάλεσα εδώ, εσάς τους επιστήμονες της αυτοκρατορίας μου, για να μου δείξετε τον Θεό. Θέλω να δω τον Θεό! Αν δε μου Τον δείξετε θα σας κόψω το κεφάλι!…
– Μα, βασιλιά μου, πως θα σας δείξουμε τον Θεό;
– Ε, εσείς ξέρετε πολλά πράγματα, έχετε βιβλία, θα βρείτε τον τρόπο.
Όταν πλησίαζε ο καιρός που έπρεπε να δώσουν απάντηση συνάντησαν έναν βοσκό με τα πρόβατα του.
– Γιατί είστε στενοχωρημένοι;
– Ο βασιλιάς μας κάλεσε επειδή είμαστε επιστήμονες και μας ζήτησε να του δείξουμε το Θεό. Αλλά εμείς παρά τις γνώσεις μας δεν τα καταφέραμε και τώρα μας περιμένει ο θάνατος.
-Μην στεναχωριέστε. Εγώ μπορώ να δείξω στο βασιλιά το Θεό, αλλά, ποιος θα με πάρει σε αυτόν;
Και πήραν το βοσκό και τον παρουσίασαν στο βασιλιά.
-Μεγαλειότατε, ξέρουμε ότι μας περιμένει ο θάνατος επειδή δεν καταφέραμε να σας δείξουμε το Θεό. Όμως, βρήκαμε αυτόν το βοσκό και μας είπε ότι αυτός θα σας Τον δείξει.
-Εντάξει βοσκέ, αυτοί παρά τις γνώσεις τους δεν κατάφεραν να μου δείξουν το Θεό και θα τα καταφέρεις εσύ;
-Βασιλιά μου θα δεις το Θεό αλλά θα κάνεις ότι σου πω;
-Θα κάνω ότι μου πεις μόνο να Τον δω.
Έκανε μεγάλη ζέστη, ο ήλιος έκαιγε, ήταν Ιούλιος μήνας και του λέει:
– Βασιλιά, ο Θεός βρίσκεται στον ήλιο. Εκεί κατοικεί. Να κοιτάς τον ήλιο αλλά να έχεις υπομονή, ο Θεός δεν εμφανίζεται γρήγορα.
Και ο βασιλιάς κοίταζε… προσπαθούσε… κάποια στιγμή όμως πονέσανε τα μάτια του και του λέει:
– Βρε βοσκέ, ο ήλιος καίει και φωτίζει πολύ δυνατά και δεν μπορώ να κοιτάζω άλλο.
Μετά απ’ αυτό, βρήκε την ευκαιρία ο βοσκός να διδάξει τον βασιλιά το μεγαλύτερο μάθημα της ζωής.
-Καλά βασιλιά μου, αν εσύ δεν μπορείς να κοιτάζεις τον ήλιο που είναι δημιούργημα του Θεού, πως θα δεις τον Θεό που δημιούργησε τον ήλιο;
Και τότε ο βασιλιάς εντυπωσιάστηκε και είπε στους σοφούς του:
– Κοιτάξτε βρε, εσείς με όλα σας τα γράμματα του κόσμου δεν μπορέσατε να μου το εξηγήσετε τόσο καλά όσο αυτός ο βοσκός!…