«Σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ;».
Μὲ τὴν προσωπικὴ ἐπέμβαση τοῦ Κυρίου ὁ ἐκ γενετῆς τυφλὸς ἀπέκτησε τὴν ὅρασή του. Αὐτὸ ὅμως τὸ γεγονὸς δὲν τὸ ἀντιμετωπίζουν ὅλοι μὲ τὸν ἴδιο τρόπο.
Α) Ἐμπαθὴς προκατάληψη. Παρὰ τὴ θρησκευτικὴ μόρφωση καὶ τὴν κοινωνική τους θέση οἱ φαρισαῖοι δείχνουν μιὰ φοβερὴ ἀνικανότητα νὰ δοῦν καὶ νὰ παραδεχθοῦν τὴν ἀλήθεια. Στὴν ἀρχὴ προσπαθοῦν νὰ ἀρνηθοῦν τὸ θαῦμα. Ἐπειδὴ ὅμως αὐτὸ δὲν εἶναι δυνατό, γιὰ νὰ καταστρέψουν τουλάχιστον τὴν ἐντύπωση ποὺ δημιούργησε, ἐπιχειροῦν νὰ διαστρεβλώσουν τὰ πράγματα. Ἀμέσως «διαπιστώνουν» παράβαση. Μιὰ κίνηση ἀγάπης τοῦ Ἰησοῦ, τὴν χαρακτηρίζουν «ἐργασία» καὶ τὸν κατηγοροῦν ὅτι παραβίασε τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου.
Καθὼς ὅμως τὰ γεγονότα παραμένουν ἀτράνταχτα, φοροῦν τὸ προσωπεῖο τῆς εὐσεβείας καὶ συμβουλεύουν: «Δόξασε τὸν Θεό. Ἐμεῖς γνωρίζουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι ἁμαρτωλός». Κι ὅταν βλέπουν ὅτι ὁ τυφλὸς δὲν ὑποκύπτει στὶς δόλιες συμβουλές τους, πετοῦν τὴ μάσκα τῆς εὐσεβείας καὶ ἐπιστρατεύουν τὸν χλευασμό. «Ἐλοιδώρησαν αὐτὸν», σημειώνει ὁ εὐαγγελιστής. Τελικά, ντροπιασμένοι ἀπὸ τὴν ἀδυναμία τους νὰ ἐπιβληθοῦν μὲ τὴ λογική τους, ἀρχίζουν τὸ ὑβρεολόγιο καὶ καταφεύγουν στὴ βία. «Ἐσὺ γεννήθηκες ὁλόκληρος μέσ’ στὴν ἁμαρτία· καὶ σὺ μᾶς διδάσκεις; Καὶ τὸν ἔβγαλαν ἔξω». Διαστρέβλωση τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν γεγονότων, τρομοκρατία, χλευασμός, ὕβρεις, διωγμός, μανία. Οἱ διαδοχικὲς φάσεις μιᾶς τακτικῆς, ποὺ τὴν κινεῖ ἡ ἐχθρότητα καὶ ἡ προκατάληψη. Ὅταν λείπει ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, ἀκόμη καὶ τὰ πιὸ χιλιομαρτυρημένα γεγονότα ἀμφισβητοῦνται.
Δυστυχῶς αὐτὴ ἡ τακτικὴ δὲν ἔμεινε μονοπώλιο τῶν φαρισαίων. Ἀλλάζοντας προσωπεῖα καὶ πολλαπλασιάζοντας τοὺς τρόπους ἐπιθέσεως, ἡ ἐμπαθὴς προκατάληψη ἐξακολουθεῖ νὰ χτυπᾶ τὴν ἀλήθεια, νὰ πολεμᾶ τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους Του. (Δὲν διστάζουν νὰ στραφοῦν ἐναντίον καὶ αὐτῆς τῆς Θείας Κοινωνίας!). Συχνὰ βλέπουμε καὶ στὶς μέρες μας πολλοὺς νὰ ζητοῦν νὰ παρερμηνεύσουν τὶς πιὸ ἁγνὲς προθέσεις, νὰ συκοφαντήσουν τὶς πιὸ εὐγενικὲς πράξεις. Ὁρισμένοι δὲν διστάζουν νὰ χαρακτηρίσουν τὸν ἁγνὸ ἡρωισμὸ «φιλοδοξία», τὴ σύνεση «δειλία», τὴν πνευματικὴ δραστηριότητα «πολυπραγμοσύνη», τὴν κατανόηση καὶ τὴν ἐπιείκια «ἀδυναμία», «χαλαρότητα» κλπ.
Ἄλλοι βλέποντας κάποιον νὰ συμμετέχει σὲ ἔργα ἀγάπης καὶ ἱεραποστολῆς παίρνουν ὕφος προστατευτικό, γιὰ νὰ συμβουλεύσουν: «Μὴ δίνεις προσοχὴ σ’ αὐτὰ τὰ πράγματα. Ἄκουσέ μας. Ξέρουμε ἐμεῖς. Ἐδῶ ὑπάρχουν συμφέροντα, σκοπιμότητες, ἐκμετάλλευση. «Ἡμεῖς οἴδαμεν» ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶναι νοθευμένα καὶ ἀνωφελή».
Β) Ἐγωιστικὴ οὐδετερότητα. Μπροστὰ σ’ αὐτὴ τὴν ἐχθρότητα τῶν ἰσχυρῶν καὶ τὴν ἐπιμονή τους νὰ λένε τὸ ἄσπρο μαῦρο καὶ τὴ μέρα νύχτα, οἱ γονεῖς τοῦ τυφλοῦ δειλιάζουν. Δὲν ἔχουν ὄρεξη νὰ μπλέξουν μὲ τοὺς ἄρχοντες. Βλέποντας ὅτι βρίσκονται σὲ περιβάλλον ἐχθρικὸ προσπαθοῦν νὰ ξεφύγουν. Καὶ γιὰ νὰ παρακάμψουν τὴ δυσκολία, ἀρνοῦνται νὰ πάρουν θέση στὸ θέμα ποὺ ἔχει τεθεῖ σχετικὰ μὲ τὴν αὐθεντικότητα τοῦ θαύματος. Κατόπιν καταφεύγουν σὲ μιὰ ὑπεκφυγὴ γιὰ νὰ μετατοπίσουν τὴν εὐθύνη. «Ἡλικία ἔχει, ρωτῆστε τον». Οἱ γονεῖς τοῦ πρώην τυφλοῦ θέλουν τὴν ἡσυχία τους. Οὔτε κἂν ἀναλογίζονται ὅτι οἱ ἴδιοι εἶχαν φέρει στὸν κόσμο ἕνα δυστυχισμένο παιδί, ποὺ τώρα μόλις, μὲ τὴν ἐπέμβαση τοῦ Ἰησοῦ, πρωτογνώριζε τὴν ὀμορφιὰ τῆς ζωῆς. Καὶ ἀφήνουν τὸ παιδί τους μόνο του στὴ σύγκρουσή του μὲ τοὺς ἰσχυροὺς τῆς ἡμέρας.
Ἡ στάση αὐτὴ τῶν γονέων δὲν ἔπαψε ἔκτοτε νὰ βρίσκει μιμητές. Πολλοί, μόλις βρεθοῦν σὲ περιβάλλον δυσμενές, ζητοῦν νὰ ἐξασφαλίσουν τὴν οὐδετερότητα. «Ἐσὺ θὰ βγάλεις τώρα τὸ φίδι ἀπὸ τὴν τρύπα;», συμβουλεύουν τὸν ἑαυτό τους. Κι ὅταν τοὺς ζητῆται νὰ ποῦν μὲ εὐθύτητα τὴν ἄποψή τους, νὰ καταθέσουν τὴ μαρτυρία τους, κάνουν τὸ πᾶν γιὰ ν’ ἀποφύγουν. «Τί θέλεις νὰ μπλέξεις; Ἄλλωστε, τί θὰ βγεῖ;», παρηγοροῦν πάλι τὴ συνείδησή τους. Καὶ θυσιάζουν ἔτσι στὸ εἴδωλο τῆς δῆθεν οὐδετερότητας συγγενικὰ αἰσθήματα, φιλία, δικαιοσύνη, ἀξιοπρέπεια. Παραμένει ἀλήθεια, μιὰ ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες τραγωδίες τῆς ζωῆς ὅτι ἀκόμη κι οἱ πιὸ στενοὶ συγγενεῖς καὶ φίλοι, φοβισμένοι ἀπὸ ἄμεσες ἢ ἔμμεσες ἀπειλὲς τῶν ἑκάστοτε κρατούντων, ἀρνοῦνται νὰ συμπαρασταθοῦν σ’ ὅσους ἄδικα ἐκβιάζονται ἢ καταπιέζονται.
Γ) Τὸ θάρρος τοῦ γενναίου. Σ’ ἕνα τέτοιο πλαίσιο τὸ θάρρος τοῦ ἥρωα τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς ἀποδεικνύεται ἀκόμη πιὸ ἐπιβλητικό. Ἔστω κι ἂν μένει μόνος, στέκει ὄρθιος μπροστὰ στὴν ἐμπάθεια τῶν φαρισαίων καὶ μὲ γενναιότητα ἀντιμετωπίζει τὴ μικρότητά τους, θρυμματίζοντας μὲ τὴν πεῖρα καὶ τὴν λογικὴ τὰ ἀλλοπρόσαλλα ἐπιχειρήματά τους. Διαπιστώνοντας τὴν προκατάληψη καὶ τὸν ὕπουλο τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο κινοῦνται, δὲν ὑποχωρεῖ, ἀλλὰ μὲ θάρρος τονίζει τὴν ἄποψή του. «Σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ», τὸν ρωτοῦν. «Ὁ δὲ εἶπεν· ὅτι προφήτης ἐστίν». Κατόπιν, ἐνῶ τὸ κῦμα τῆς δυσμένειας ὑψώνεται καὶ ἐνῶ βλέπει τὸ ἀνυποχώρητο πεῖσμα τους, δὲν χάνει τὴν ψυχραιμία του. Ἔχει μιὰ πείρα ζωῆς καὶ τὴν ἐπικαλεῖται: «Ἐὰν εἶναι ἁμαρτωλός, δὲν ξέρω. Ἕνα πρᾶγμα ξέρω. Ὅτι ἐνῶ ἤμουν τυφλός, τώρα βλέπω». Καὶ στὴ συνέχεια ἀπὸ τὴν ἄμυνα προχωρεῖ στὴν ἐπίθεση. Χωρὶς θυμοὺς καὶ φλυαρίες, ἀλλὰ μὲ εὔστοχες ἀπαντήσεις καὶ παρατηρήσεις: «Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ ἐκπληκτικό, ὅτι ἐσεῖς δὲν ξέρετε ἀπὸ ποῦ εἶναι, κι ὅμως μοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια… Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν ἦταν ἀπ’ τὸν Θεό, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κάνει τίποτε».
Ἡ θαρραλέα ἀντίσταση τοῦ πρώην τυφλοῦ στὸ πεῖσμα τῶν ἰσχυρῶν εἶναι ἕνας θαυμάσιος καθρέφτης, γιὰ νὰ ἐλέγξουμε σ’ αὐτὸν τὴν προσωπική μας στάση καὶ νὰ προχωρήσουμε σὲ μιὰ γενναία αὐτοκριτική. Ὅταν διαπιστώνουμε ἐμπαθῆ προκατάληψη στὸ περιβάλλον μας, ἔχουμε τὴν τόλμη νὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια, νὰ φανερώσουμε τὶς πεποιθήσεις μας; Διατηροῦμε τὴν ψυχραιμία μας καὶ εἴμαστε εὔστοχοι στὰ λόγια μας, ἀκριβεῖς, ἀποδεικτικοί; Ὅταν πρόκειται νὰ μιλήσουμε γιὰ τὸν Χριστό, διαθέτουμε προσωπικὴ πεῖρα; Ἐδῶ βρίσκεται τὸ κλειδί. Ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἐσωτερική μας βεβαιώτητα θὰ ἀντλεῖ δύναμη ἡ παρρησία μας.
Ἡ γενναία στάσις τοῦ πρώην τυφλοῦ δὲν ἔμεινε ἁπλῶς μιὰ ἔκφραση εὐγνωμοσύνης γιὰ ὅσα εἶχε δεχθεῖ ἀπὸ τὸν Χριστό. Ἀλλὰ ἔγινε ἀφετηρία οὐσιαστικότερης γνωριμίας τοῦ Κυρίου. Εἶναι ἀξιοπρόσεκτα τὰ σκαλοπάτια, τὰ ὁποῖα ἀνεβαίνει καθὼς ἐξελίσσεται ἡ σύγκρουσή του μὲ τοὺς φαρισαίους. Τὴν πρώτη φορὰ εἶπε: «Ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς…». Ἀργότερα τονίζει τὴ βεβαιότητά του «ὅτι προφήτης ἐστίν». Τέλος, τὸν βρίσκει πάλι ὁ Χριστός, γιὰ νὰ τοῦ κάνει τὸ ἀποκαλυπτικὸ ἐρώτητα, «Σὺ πιστεύεις εἰς τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ;». Καὶ ὁ πρώην τυφλὸς τότε κατορθώνει νὰ δεῖ ὄχι μόνο τὸ ἐπίγειο, ἀλλὰ καὶ τὸ πνευματικὸ φῶς: «Πιστεύω, Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ». Ὅταν δείχνουμε εὐγνωμοσύνη στὶς δωρεές Του καὶ γενναιότητα, ὁ Κύριος θὰ μᾶς πλησιάζει καὶ πάλι, γιὰ νὰ μᾶς φανερώνει καλύτερα τὸ Πρόσωπό Του, γιὰ νὰ μᾶς ἀνεβάζει σὲ ἄλλα ἐπίπεδα γνώσεως καὶ ὑπάρξεως.