Οι πατέρες
Παιδί, το περιβόλι μου που θα κληρονομήσεις,
όπως το βρεις κι όπως το δεις
Σκάψε το ακόμα πιο βαθιά και
και πλούτησε τη χλώρη του και πλάτυνε τη γη του,
κι ακλάδευτο όπου μπλέκεται
και να του φέρνεις το νερό το
κι αν αγαπάς τ’ ανθρώπινα κι όσα άρρωστα δεν είναι,
ρίξε αγιασμό και ξόρκισε τα ξωτικά, να φύγουν,
και τη ζωντάνια σπείρε του μ’ όσα γερά, δροσάτα.
Γίνε οργοτόμος, φυτευτής, διαφεντευτής.
Κι αν είναι
κι έρθουνε χρόνια δίσεχτα, πέσουν καιροί οργισμένοι,
κι όσα πουλιά μισέψουνε σκιασμένα, κι όσα δένδρα
για τίποτ’ άλλο δε φελάν παρά για μετερίζια,
μη φοβηθείς το χαλασμό. Φωτιά! Τσεκούρι! Τράβα,
ξεσπέρμεψέ το, χέρσωσε το περιβόλι, κόψ’ το,
και χτίσε κάστρο απάνου του και ταμπουρώσου μέσα,
για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούργια γέννα,
π’ όλο την περιμένουμε κι όλο κινάει για να ‘ρθει,
κι όλο συντρίμι χάνεται στο γύρισμα των κύκλων.
Φτάνει μια ιδέα να σ’ το πει, μια ιδέα να σ’ το προστάξει,
κορόνα ιδέα, ιδέα σπαθί που θα είν’ απάνου απ’ όλα.
Κωστής Παλαμάς
“Μή μέταιρε ὅρια αἰώνια, ἃ ἔθεντο οἱ πατέρες σου” (Παροιμ. 22, 28). (Μη μετακινείς τα παλιά σύνορα που έβαλαν οι πρόγονοί σου). Ο συγκεκριμένος στίχος των Παροιμιών, ο οποίος αναφέρεται στα σύνορα της γης, όπως αυτά καθορίστηκαν από τους προγόνους, χρησιμοποιείται συχνά από τους Πατέρες της Εκκλησίας με αναφορά στα όρια της πίστεως της Καθολικής Εκκλησίας. Είναι τα όρια που χωρίζουν την αλήθεια από το ψέμα και τη διαφυλάσσουν από την αλλοίωση και παραχάραξή της.