ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ
Μεγάλη Τρίτη, κι ἔσκυψα τὰ πόδια Σου νὰ πλύνω
νὰ χύσω ἐπάνω τους καφτὰ τὰ δάκρυα καὶ τὸ μύρο
τῆς φτωχικῆς μου τῆς καρδιᾶς τῆς ταλαιπωριμένης
καὶ Σὺ Χριστὲ δὲν δυσφορεῖς, ἀλλὰ μὲ περιμένεις.

Πάντοτε μὲ περίμενες καὶ πάντα λαχταροῦσες
στοῦ δρόμου τῆς ἐπιστροφῆς τὴν ἄκρη καρτεροῦσες
πότε νὰ ἔρθω νὰ Σοῦ πῶ τὸ δράμα τῆς ψυχῆς μου
καὶ νὰ ξεχύσω ταπεινὰ τὸ κρίμα τῆς ζωῆς μου.

Μεγάλη Τρίτη, κι ἔσκυψα τὰ πόδια Σου νὰ πλύνω
ὅπως ἐκείνη ἡ δύστυχη, τὰ δάκρυά μου χύνω
-καρδιᾶς θυσία ταπεινὴ καὶ δῶρο μετανοίας-
καὶ παίρνω ἀπὸ τὰ χείλη Σου ἄφεση σωτηρίας.

Ὡ, δέξου μιᾶς ἄθλιας ψυχῆς τὴν σιωπηλὴ ἰκεσία
καὶ σπάσε τὰ φριχτὰ δεσμᾶ ποὺ στήνει ἡ ἁμαρτία
σταμάτησε τὸν ὄλεθρο ποὺ μάρανε τοὺς κρίνους
καὶ διῶξε πιὰ ἀπ’ τὴν καρδιὰ τοὺς θλιβερούς μου θρήνους.

Μεγάλη Τρίτη, πόθησα τῆς λευτεριᾶς τὰ ὕψη
κι ἤρθα σὲ Σένα Λατρευτέ πού, ποιὸς μπορεῖ νὰ κρύψει
τί ἔχει μέσα στὴν καρδιά, τί ἔχει στὴν ψυχή του
ποὺ ξέρεις γιὰ καθένα μας τὴν κάθε μιὰ πτυχή του.

Οἱ πτώσεις μου, Κύριε, πολλές, μὰ κάν’ ἡ τελευταία
νά ‘ναι μπροστὰ στὰ πόδια Σου, σίγουρη καὶ βεβαία
καὶ νὰ τὴν πλένουν δάκρυα καὶ μύρα μετανοίας
τὸ Αἷμα Σου τὸ ἄχραντο τῆς Σταυρικῆς θυσίας.
πΒασίλειος