…κάνουμε πολλὰ καὶ διάφορα πράγματα στὴ ζωή μας. Συνήθως τὰ καταφέρνουμε στὰ περισσότερα ἂν ὄχι σὲ ὅλα, διευρύνουμε τὸν κύκλο τῶν ἀσχολιῶν μας καὶ ὁδηγούμαστε σὲ πολυπραγμοσύνη. Ἔτσι δὲν μένει χῶρος καὶ χρόνος γιὰ τὴν προσευχὴ ἡ ὁποία γίνεται πάρεργο, ἐκτοπισμένη ἀργὰ τὸ βράδυ ὅπου κατάκοποι, χωρὶς πολλὲς ἀντοχὲς καὶ διάθεση, ψελίζουμε λίγα λόγια προσευχῆς σὰν καθῆκον ἂν ὄχι καὶ σὰν ὑποχρέωση! Δὲν ὑπάρχει χειρότερη καὶ πιὸ ἐπικίνδυνη κατάσταση ἀπ’ αὐτή!… Γιατὶ μᾶς δημιουργείται ἡ αἴσθηση, ἡ μάλλον ἡ ψευδαίσθηση, ὅτι ἀφοῦ τὰ καταφέρνουμε, δὲν χρειαζόμαστε τὸ Θεό…
Ἀπ’ ὅλα τὰ πλάσματα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, μόνο ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὸ μοναδικὸ προνόμοιο καὶ τὴν δυνατότητα νὰ προσεύχεται. Κι ἀπ’ ὅλα ὅσα θὰ κάνουμε σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο (σπουδὲς, ἐπαγγελματικὴ καὶ οἰκογενειακὴ ἀποκατάσταση, ἱεραποστολή…), ἡ προσευχὴ θὰ εἶναι πάντα τὸ σπουδαιότερο ἔργο!
Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος προσευχήθηκε. Τὸν εὔρισκαν οἱ μαθητὲς «καὶ ἦν διανυκτερεύων ἐν τῇ προσευχῇ τοῦ Θεοῦ» (Λκ. 6, 12). Τὸν πολιορκούσαν τὰ πλήθη γιὰ νὰ Τὸν ἀκούσουν καὶ νὰ θεραπευθοῦν, «αὐτὸς δὲ ἦν ὑποχωρῶν ἐν ταῖς ἐρήμοις καὶ προσευχόμενος» (Λκ. 5, 15-16). Ἐνῶ ἤρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ φανερώσει τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, νὰ διδάξει, νὰ θεραπεύσει, θεωροῦσε σημαντικότερο ἔργο τὴν προσευχή ἀπὸ τὴν διδασκαλία καὶ τὶς θεραπεῖες! Γι’ αὐτὸ καὶ προσευχήθηκε πρὶν ἀπὸ κάθε σημαντικὴ στιγμὴ τῆς ζωῆς του: πρὶν τὴν ἔναρξη τῆς δημόσιας δράσης του σαράντα μὲρες μὲ αὐστηρὴ νηστεία. Πρὶν τὴν ἐκλογὴ τῶν μαθητῶν του, πρὶν νὰ θαυματουργήσει, στὴν Μεταμόρφωση καὶ πρὸ τοῦ Πάθους μὲ ἐκείνη τὴν συγκλονιστικὴ προσευχὴ ποὺ ἴδρωνε αἷμα ἀπὸ τὴν ἀγωνία Του! Καὶ μᾶς ἄφησε τὸ πρότυπο τοῦ προσευχόμενου ἀνθρώπου (homo orantes). Κι ἂν ἔχει ὁ κόσμος μας κάποια ἀνάγκη, δὲν εἶναι οὖτε οἱ manager, οὖτε οἱ businessman, οὖτε οἱ ὁμιλητὲς ἢ κάθε εἴδους ἡγέτες, ἀλλὰ οἱ προσευχόμενοι ἄνθρωποι!
Γι’ αὐτὸ καὶ λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Μνημονευτέον γὰρ Θεοῦ μᾶλλον ἣ ἀναπνευστέον» (Γρηγ. Θεολ. Λόγος κζ΄ Θεολογικός Α’, Πρὸς Εὐνομιανοὺς προδιάλεξις). Δὲν εἶναι ρητορικὴ ὑπερβολή ἀλλὰ ἡ πραγματικότητα. Ὅση ἀνάγκη ἔχει τὸ σῶμα μας ἀπὸ τὸ ὀξυγόνο τῆς ἀναπνοῆς, ἄλλη τόση καὶ περισσότερη ἀνάγκη ἔχει ἡ ψυχή μας ἀπὸ τὸ “ὀξυγόνο” τῆς προσευχῆς. Πάρε, λοιπόν, στὰ χέρια σου τὸ ὅπλο, τὸ προσευχητάριο, καὶ ξεκίνα νὰ προσεύχεσαι. Νὰ ἔχεις τὸν χῶρο σου, τὸν καθιερωμένο χρόνο, ἀπερίσπαστος γιὰ τὴν πρωινή καὶ τὴν βραδυνὴ προσευχή σου. Ἀλλὰ γιατὶ ὄχι καὶ μέσ’ στὴν ἡμέρα ὅπου κι ἂν εἶσαι, βάλε μιὰ ὑπενθύμιση γιὰ νὰ στρέψεις λίγο τὸ μυαλό σου, τὴ σκέψη σου, τὴν καρδιά σου, στὸ Θεὸ καὶ νὰ πεῖς δυὸ λόγια προσευχῆς: γιὰ τοὺς δικούς σου, τοὺς φίλους καὶ τοὺς ἐχθρούς, τοὺς ἀσθενεῖς, τοὺς ἐνδεεὶς, τὴν πατρίδα… πόσα δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ κανεῖς μέσα σὲ λίγα δευτερόλεπτα! Κάνε ἔτσι τὴν προσευχή σου, μὲ συνέχεια καὶ συνέπεια, μὲ ὑπομονὴ καὶ ἐπιμονὴ καὶ θὰ διαπιστώσεις ὅτι πολλὰ στὴ ζωή σου ποὺ εἶναι δύσκολα, μπερδεμένα, δυσεπίλυτα, ἀδιέξοξα, θὰ βροῦν τὴν λύση τους καὶ τὴν θέση τους μὲ τρόπο ἀνέλπιστο.
Ἡ προσευχὴ δὲν εἶναι ἁπλὰ μιὰ ἀπαγγελία κειμένων, ἀλλὰ συνομιλία μὲ τὸν Θεό. Μᾶς κρατᾶ σὲ διαρκὴ ἐξάρτηση ἀπὸ Αὐτόν. Διατηρεῖ τὴν αἴσθηση ὅτι «χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰν. 15, 5), πραγματικὰ ὅμως οὐδέν. Ἂν ὁ Κύριος εἶναι τὸ πᾶν, ἡ μονάδα μπροστὰ στὰ μηδενικά τῆς ζωῆς μας, ἡ προσευχὴ εἶναι ἐκείνη ποὺ Tὸν τοποθετεῖ μπροστά τους καὶ τὸν διατηρεῖ ἐκεῖ! Μὲ τὴν προσευχὴ ὁ πιστὸς ὑπερβαίνει τὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο, τὰ φθαρτὰ καὶ ἐφήμερα. Τὰ γεγονότα τῆς Θείας Οἰκονομίας γίνονται ἕνα διαρκὲς παρόν καὶ συνοψίζονται στὴν ἐμπειρία τῶν μαθητῶν στὸ ὅρος τῆς Μεταμορφώσεως ποὺ ὁμολογοῦν: «Κύριε, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι» (Μτ. 17, 4)! Γι’ αὐτό «καλὸν πάντοτε διὰ προσευχῆς ὁμιλεῖν τῷ Θεῷ» (Χρυσόστομος).