vrisi

Άκου τη… δίψα σου! (Πεντηκοστή)

Ὁ Κύριος γνωρίζει καλὰ πόσο ἐξαντλητικὴ εἶναι ἡ πορεία μας μέσα στὴν ἔρημο τῆς ζωῆς. Γνωρίζει πόσο βασανίζεται ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ καθημερινὰ ἀπὸ τὴν πνευματική δίψα. Γι’ αὐτὸ καὶ φωνάζει: Ὅποιος διψᾶ, ἂς ἔρθει σὲ μένα καὶ ἂς πιεῖ».
   Διψᾶμε γιὰ δικαιοσύνη, γιὰ ἀγάπη, γιὰ εἰλικρίνεια, γιὰ εἰρήνη. Διψᾶμε γιὰ ζωή, γιὰ μιᾶς ἄλλης ποιότητας ὕπαρξη. Προσπαθοῦμε νὰ σβήσουμε αὐτὴ τὴ δίψα μὲ διάφορες θεωρίες ἢ διασκεδάσεις. Συχνὰ μ’ ἕνα ξέφρενο κυνήγι χρημάτων, φήμης, δυνάμεως. Ὅμως ἡ καρδιά μας παραμένει ἀνικανοποίητη, στεγνή.
   «Διψᾶτε γιὰ ἀγάπη; Νὰ σᾶς ἀγαποῦν ἀνυπόκριτα καὶ νὰ ἀγαπᾶτε πραγματικά; Ἐλᾶτε κοντά μου, λέει ὁ Χριστός, νὰ μάθετε νὰ ἀγαπᾶτε «καθὼς ἐγὼ ἠγάπησα ὑμᾶς», ἄδολα, ἔμπρακτα, ὅλους. Καὶ θὰ ἀγαπηθεῖτε καὶ σεῖς εἰλικρινά.
   Διψᾶτε γιὰ ἐλευθερία; Ποθεῖτε νὰ κάνετε κάτι οὐσιαστικό; Οἱ ἡγέτες μιλοῦν γιὰ ἐλευθερία, ἐνῶ φτιάχνουν θηλιὲς γιὰ τὶς ψυχὲς καὶ τοὺς λαούς. Μόνον ὅταν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τῆς Ἀγάπης σᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὰ πάθη ποὺ σᾶς πνίγουν, θὰ εἶστε ἀληθινὰ ἐλεύθεροι.
   Τὸ νερὸ δὲν μᾶς ξεδιψᾶ, ὅταν τὸ κοιτᾶμε, ἀλλ’ ὅταν τὸ πίνουμε. Πρέπει νὰ πιοῦμε πολύ. Ὁ Χριστὸς νὰ μπεῖ μέχρι τὸ βάθος τῶν σκέψεων, τῶν αἰσθημάτων, τῆς ὕπαρξής μας. Δὲν φτάνει νὰ πηγαίνω ἀραιὰ καὶ ποῦ στὴ θεία Λειτουργία, νὰ διαβάζω κάποτε κάτι χριστιανικό, νὰ κάνω σὲ καμμιὰ δύσκολη ὥρα τὴν προσευχή μου. Εἶναι ἀνάγκη συνειδητὰ καὶ συστηματικὰ νὰ ἐμβαθύνω στὸ λόγο Του καὶ νὰ μετέχω συχνότερα στὴ λατρευτικὴ καὶ μυστηριακὴ ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
   Καὶ τότε ὄχι μόνο ξεδιψάει ὁ πιστός, ἀλλὰ γίνεται μὲ τὴ σειρά του πηγὴ γιὰ τοὺς ἄλλους. Ὅποιος ξεδίψασε ἀπὸ τὸν Χριστό, δὲν περιορίζεται στὸν ἑαυτό του. Γίνεται εὐλογία, τρεχούμενο νερὸ γιὰ τὸ περιβάλλον του. Καθὼς κινεῖται στὴν κοινωνία, ξεκουράζει, δροσίζει, ζωογονεῖ.
   Ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, μὲ τὴ σύσταση τῆς Ἐκκλησίας, «τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν» τῆς χριστιανικῆς ζωῆς ξεχύθηκε σ’ ὅλο τὸν κόσμο. Ἀρδεύει τὶς χῶρες, τοὺς λαούς, σβήνοντας τὴ διψα τῆς γῆς μας. Τὸ ἔχουμε στὴ διάθεσή μας. Ὅμως, ἐνῶ μᾶς καίει ἡ πνευματικὴ δίψα, δὲν τὸ πλησιάζουμε. Ὁ Χριστὸς ἐξακολουθεῖ νὰ καλεῖ: «Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω». Δὲν εἶναι τραγικὸ νὰ ἔχεις δίπλα σου ὁλόδροσα, τρεχούμενα νερὰ καὶ νὰ καίγεσαι ἀπὸ δίψα;