1826: Και συνεχίζει την αφήγηση ο Μακρυγιάννης: ‘’Ο μαύρος Γκούρας αναστέναξε και μου λέει: ‘’άδερφέ Μακρυγιάννη, σε καλό να το κάμη ο Θεός, άλλη φορά δεν τραγούδησες τόσο παραπονεμένα. Αυτό το τραγούδι σε καλό να μας βγη. Άρχισε ο πόλεμος κι άναψε ντουφεκισμός πολύς. Πήρα τους ανθρώπους μου, πήγα εκεί, καθώς ήμουν διορισμένος και στάθηκα κάμποσο και πολεμήσαμεν. Ήφερα απ’ έξω γύρα τα πόστα. Πήγα στο κονάκι μου, ότι έπαιρνε να βασιλέψη το φεγγάρι, να βγάλω πεζόν δια την κυβέρνησιν. Έρχονται μου λένε, ‘’τρέξε, σκοτώθηκε ο Γκούρας εις το πόστο του, απάνω εις την φωτιά τον βάρεσα εις τον αμήλιγκα (μελίγκι) και δεν μίλησε τελείως’’. Τον συγύρισε η φαμελιά του και τον χώσαμε’’.