1453

Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους τούρκους και οι περί τον Κωνσταντίνον ΙΑ’ αμύνονται με αυταπάρνησιν και απαράμμιλον ηρωισμόν.

 


Στις 3 τα μεσάνυκτα της Τρίτης, 29 Μαΐου 1453, εκδηλώθηκε η επίθεση των Τούρκων και από τη θάλασσα (τα θαλάσσια τείχη ήσαν πιο ευπρόσβλητα) και από την ξηρά. Αλλά τα αποτελέσματα στην αρχή ήσαν αρνητικά. Το ξημέρωμα βρήκε τους υπερασπιστές να είναι νικητές. Είχαν αναχαιτίσει τρεις επιθέσεις. Κάποια στιγμή ο Κωνσταντίνος περιχαρής κραύγασε: «Ἡ νίκη ἐλπίζω εἰς τόν Θεόν τοῦ εἶναι ἡμετέρα». Αλλά δύο ατυχή περιστατικά ανέτρεψαν την κατάσταση. Ανάμεσα στις 8 – 9 το πρωί, όταν η μάχη άκριτη έβραζε, ο Ιουστινιάνης, που ήταν στύλος της άμυνας, τραυματίστηκε από βέλος σοβαρά και αποχώρησε. Οι σύντροφοι του τον μετέφεραν κρυφά σ’ ένα πλοίο, αλλά καθ’ οδόν προς τη Χίο εξέπνευσε. Η αποχώρηση του προκάλεσε μούδιασμα στους υπερασπιστές που μάχονταν στην Πύλη του Ρωμανού. Ο σουλτάνος που παρακολουθούσε από κοντά την εξέλιξη της μάχης, κατάλαβε την κάμψη κι άρχισε κι αυτός, κατά την μαρτυρία του Κριτόβουλου, να κραυγάζει: «Ἒχομεν, ὦ φίλοι, τήν πόλις, ἔχομεν…(…) ὀλίγον πόνον ἔτι καί ἡ πόλις ἑάλω». Το δεύτερον ατυχές συμβάν ήταν η παραβίαση της Κερκόπορτας, μιας βοηθητικής θυρίδας, από τις λεγόμενες κρυφές, που είτε από άγνοια, είτε από αμέλεια είτε από προδοσία (ο λαός αυτό πίστευε και πιστεύει) βρέθηκε ανοικτή και γύρω από αυτήν εισέδυσαν αρχικά 50 γενίτσαροι που άνοιξαν μια μεγαλύτερη πύλη από την οποία χύμηξε ορμητικά ο τουρκικός στρατός. Γίνεται μάχη φοβερή σώμα με σώμα. Όλοι οι μαχόμενοι γύρω από τον Κωνσταντίνο πέφτουν νεκροί κι ο αυτοκράτορας μένει μόνος. Ορμά κι αυτός κραυγάζοντας: «Ἡ πόλις ἁλίσκεται καί ἐγώ ζῶ ἔτι; Οὐκ ἔστι τις τῶν Χριστιανῶν λαβεῖν τήν κεφαλήν ἐμοῦ;». Ο Πασπάτης γράφει για το ηρωικό τέλος του: «Τότε Τοῦρκος ἔπληξε τόν βασιλέα κατά πρόσωπον, καί ἂλλος ὂπισθεν ἔδωσεν ἑτέραν πληγήν. Κατέπεσεν ὁ βασιλεύς ἐκ τοῦ ἳππου καί ἐξέπνευσεν ἐπί τῶν αὐτόθι πτωμάτων φίλων καί ἐχθρῶν».